- γραμμοσκιά
- η1. χάραξη λεπτών γραμμών σ’ ένα σχεδιάγραμμα ώστε να μοιάζει με σκιά.2. γραμμές σε τοπογραφικό χάρτη που παριστάνουν τις εδαφικές κλίσεις.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.